Ίγκμαρ Μπέργκμαν «Μέσα απ’ το σπασμένο καθρέφτη» (θ. Σημείο) και

«Η ρομαντική μου ιστορία» του Ντ.Σι. Τζάκσον (Θ. Νέου Κόσμου)

 

         Στον άγριο κόσμο των μνημονίων ο προβληματισμός για την ηθική των ανθρώπινων σχέσεων εντείνεται. Καθώς οι σταθερές αρκετών χρόνων καταρρέουν  και οι κοινωνίες δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από ανάξιες λόγου, σαθρές υλικές αξίες αναγκαζόμαστε να δούμε κατάματα ποιοι είμαστε, τι είναι σημαντικό, πραγματικά σημαντικό, να αναθεωρήσουμε και να οικοδομήσουμε εκ νέου τον κόσμο γύρω μας και να τοποθετήσουμε ξανά μέσα σ’ αυτόν τον εαυτό μας, τις αξίες του, τα ιδανικά του, τις επιθυμίες και τα καθήκοντά του, τους αγώνες του, αλλά και να επαναπροσδιορίσουμε τις ραγισμένες σχέσεις μας με τους άλλους –οικογενειακές, φιλικές και ερωτικές. Καλούμαστε να απαντήσουμε όχι μόνο σε πολιτικά αλλά σε υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα που ορθώνονται μπροστά μας και ζητούν επιτακτικά απάντηση για να συστήσουμε μια νέα ταυτότητα, στηριγμένη σε δύσκολες αλήθειες.

Ίγκμαρ Μπέργκμαν «Μέσα απ’ το σπασμένο καθρέφτη»

         Αγαπημένο θέμα του Μπέργκμαν οι αδιέξοδες οικογενειακές σχέσεις, εδώ δένονται υπόγεια αλλά αξεδιάλυτα με τον άλλο πυλώνα της προβληματικής του, την αναζήτηση του Θεού. Το έργο ήταν το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της πίστης» (1961) και διασκευάστηκε για το θέατρο το 2004. Ο τίτλος παραπέμπει στην Προς Κορινθίους Α,13.12, («βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην»). Τέσσερις άνθρωποι –πατέρας, γιος, κόρη και ο σύζυγός της- κάνουν διακοπές σε ένα απομονωμένο νησί των Βόρειων θαλασσών. Εκεί, όπου ο μόνο ήχος είναι ο αχός των κυμάτων, ανοίγονται τα αδιέξοδα και οι αδυναμίες τους: η ασυνείδητη αιμομικτική πρόθεση, η ευθύνη της ενηλικίωσης, η τρέλα, η σπαρακτική αλλά αδύνατη αναζήτηση της αγάπης, η αδυναμία να δουν οι άνθρωποι κατάματα την αλήθεια, η τέχνη ως αντίπραξη στη δημιουργική δύναμη του Θεού, ο εγωκεντρισμός του καλλιτέχνη που τον σπρώχνει στην εκμετάλλευση ακόμα και των πιο δικών του ανθρώπων και η τρομώδης αναζήτηση του Θεού που βιώνεται μόνο ως εφιάλτης ή απουσία. Στο έργο του Μπέργκμαν ο Θεός σιωπά άγρια και πεισματικά αναγκάζοντας τον άνθρωπο να καταβροχθίσει τον εαυτό του. Ακόμα και αυτή η χαραμάδα ελπίδας στο τέλος του «Καθρέφτη» μένει μετέωρη, αφού το ερώτημα έχει τεθεί αλλά οι πιθανότητες απάντησης είναι πολύ μικρές και «το πρόσωπο του Θεού ο άνθρωπος μπορεί να το δει πραγματικά μόνο μετά το αμετάκλητο όριο του θανάτου».

         Ο Νίκος Διαμαντής και η Ιωάννα Μακρή επέλεξαν σκηνοθετικά να αντιπαραθέσουν μια διαρκή κίνηση των σωμάτων στις χαμηλές ταχύτητες που υποχρεώνουν οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί. Τα πρόσωπα μπαίνουν και βγαίνουν στην σκηνή βιαστικά, τρέμοντα, με τον φόβο της αποκάλυψης και τη λαχτάρα να βρουν τρόπο να εκφράσουν το άρρητο. Τα σώματα καταργούνται, ο ερωτισμός διαλύεται και οι σκιές των ερωτημάτων γίνονται πιο ζωντανές από τα πρόσωπα που αρνούνται την κυριολεκτική εκφορά. Η ατμόσφαιρα μεταφέρει το κλειστοφοβικό των τρικυμισμένων γκρίζων θαλασσών της Βόρειας Ευρώπης. Ελεγχόμενοι ερμηνευτικοί ρυθμοί και χαμηλότονες ερμηνείες που πλαισιώνουν και αναδεικνύουν το κρεσέντο της Κάριν, όταν στο ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης βλέπει τον Θεό ως αράχνη. Παλιός συνεργάτης του Σημείου, ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, έδωσε ρεαλιστικά τον ερωτευμένο γιατρό-σύζυγο της Κάριν που είναι έτοιμος για τη θυσία, ο Νίκος Διαμαντής παρακολούθησε τον Ντάβιντ στα μονοπάτια του εγωισμού και των αμφιβολιών του, η νεαρή Ελένη Ζαραφίδου σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις της αναμετρήθηκε με ένα πολύ δύσκολο ρόλο, μια σκοτεινή και περίπλοκη ηρωίδα που βυθίζεται χωρίς ελπίδα διαφυγής στη δίνη της τρέλας και κατέβηκε μαζί της δείχνοντας πώς εγκαταλείπει ένα – ένα τα σχοινιά που κρατούν το ραγισμένο «εγώ» κοντά στην πραγματικότητα, ενώ ο πολύ νεαρός Σταύρος Γιαννακόπουλος υποστήριξε με την ηλικιακή σκευή τον μπερδεμένο έφηβο Μαξ, που αναζητά με ενοχές την ερωτική του ταυτότητα. Τα σκηνικά της Κατερίνας Παπαγεωργίου και ιδίως οι φωτισμοί της Κατερίνας Παπαδάκου απέδωσαν το βορειοευρωπαϊκό τοπίο ως αίσθηση.

 

«Η ρομαντική μου ιστορία» του Ντ.Σι. Τζάκσον (Θ. Νέου Κόσμου)

         Η ηθική των σχέσεων των δύο φύλων απασχολεί τον νεαρό Ντάνιελ Τζάκσον στη «Ρομαντική μου ιστορία», μόνο που ο Σκώτος συγγραφέας τις αντιμετωπίζει από την κωμική τους πλευρά. Αυτό δεν σημαίνει ελαφρά. Το αντίθετο τις παρατηρεί με οξυδέρκεια, έξυπνο χιούμορ και ειλικρίνεια. Ο Τομ και η Έμυ γνωρίζονται στο γραφείο όπου δουλεύουν και οι δυο και γίνονται ζευγάρι χωρίς να το πολυσκεφτούν και χωρίς να το πολυθέλουν. Παρακολουθούμε την ιστορία τους πρώτα από την οπτική του άντρα και μετά από την οπτική της γυναίκας, τέχνασμα που πάντοτε επιτρέπει να φαίνονται με ενάργεια οι μεγάλες διαφορές στην αντίληψη των πραγμάτων που έχουν τα δύο φύλα.

         Στο πρώτο μέρος βλέπουμε την δημιουργία της σχέσης και την σύγκριση της Έμυ με τον εφηβικό έρωτα του Τομ, υπό το δικό του πρίσμα. Απλοϊκός, επιφανειακός, με τον φόβο της δέσμευσης, έχοντας κατά νου μόνο την σεξουαλική επαφή, ο νεαρός υπάλληλος νιώθει εγκλωβισμένος στη σχέση του με τη συνάδελφό του, που απέχει από το ιδανικό του και η οποία του φαίνεται καταπιεστική και πως παίρνει αυτή τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες ευνουχίζοντάς τον, κατά κάποιο τρόπο. Στο δεύτερο μέρος, εμφανίζεται η γυναικεία άποψη: σαφώς πολυπλοκότερη, δίνει διαστάσεις στη σχέση που ο άμοιρος Τομ ουδέποτε υποψιάστηκε, αναλύεται η ανταγωνιστική σχέση της Έμυ με την Σάσα, την συνάδελφο που τους γνώρισε, γίνεται η σύγκριση με τον παιδικό έρωτα της Έμυ, που δεν έχει τίποτε κοινό με τον τωρινό της εραστή. Η ψυχολογία της νεαρής γυναίκας αποδίδεται δυναμικά και σε λεπτομέρειες, η κυριαρχία του θηλυκού είναι προφανής.

         Προφανές, όμως, είναι και το αίτημα της αγάπης και ο φόβος της μοναξιάς και η αναγκαιότητα των συμβάσεων στις οποίες οδηγεί σταδιακά η ωριμότητα και η αποδοχή  πως ο πρίγκιπας του παραμυθιού δεν βολτάρει στολισμένος πάνω σε άσπρο άλογο ούτε η πριγκίπισσα ξέρει για το ρεβίθι στο κρεβάτι της. Η αποδοχή των πραγματικών διαστάσεων του άλλου δεν είναι –έστω δεν είναι πάντα- θλιβερός συμβιβασμός.  πολλές φορές δείχνει το βάθεμα των αισθημάτων που έρχεται όταν καταφέρουμε να αντέξουμε τον άλλο μετά την απομυθοποίηση. Φόβοι, αμφιβολίες, απορρίψεις αλλά και  τρυφερότητα και σταδιακή κατάκτηση εμπιστοσύνης θα φτάσει τους ήρωες να ανακαλύψουν τα πραγματικά τους συναισθήματα και την ευθύνη της κοινότητας και του ζεύγους αλλά και τη χαρά της αγάπης. Πώς το λέει ο Μηλιώκας «ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Η Ρομαντική μου ιστορία» δεν έχει καμιά αναφορά στις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες και στην κρίση της Ευρώπης, αλλά θυμίζει με δροσιά, μολονότι με προβλεψιμότητα, τη διαχρονική σημασία του έρωτα και την ανάγκη του άλλου.

         Γρήγορη και νεανική η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διαθέτει χιούμορ και του αρέσει να αλατίζει με αυτό όλες του τις δουλειές. Του ταιριάζει  κωμωδία και δούλεψε με κέφι και ζωντάνια, με μπιτάτους ρυθμούς, χρησιμοποιώντας  τεχνικές καρτούν και δίνοντας μια ελαφρά ελληνικότητα –ίσως μεσογειακότητα να πούμε καλύτερα- σε μια πάντως ζεστή κωμωδία  εκ Σκωτίας. Ο Θεοδωρόπουλος είναι από τους σκηνοθέτες που  ξέρει πως θεμέλιος λίθος μιας παράστασης είναι ο ηθοποιός και η ερμηνεία του.  Διάλεξε, λοιπόν, τρεις νέους και ταλαντούχους ηθοποιούς και τους απέσπασε  κεφάτες λαμπερές ερμηνείες. Μέσα σε ένα σκηνικό φτιαγμένο από σωρούς καραμελλόσχημων μαξιλαριών, που έδιναν ένα τόνο ανώριμου έφηβικού ερωτισμού λουσμένο στο ροζ φωτισμό, ο Μάκης Παπαδημητρίου, καθαρόαιμος κωμικός, ασυγκράτητος, διανύει μια ερμηνευτική γκάμα από την κλοουνίστικη γκριμάτσα στη δραματική χάρη. Η Κατερίνα Λυπηρίδου αφήνει ελεύθερο τον κωμικό εαυτό της και παρασύρει το θεατή σε κεφάτες βουτιές στον ψυχικό κόσμο μιας σύγχρονης νέας γυναίκας σε ερωτικές αναζητήσεις.  Η Σύρμω Κεκέ είναι απολαυστική, ζουμερή, ουσιαστική και ευθύβολη. Ο Σάκης Μπιρμπίλης «παίζει» δημιουργικά με τους φωτισμούς μετατρέποντας την σκηνή πότε σε ένα τεράστιο ζαχαρωτό και πότε σε μια ροκ αρένα.

 ΕΠΟΧΗ, 30.12.2012