Σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Εσπίριτου

Ο Τσιμάρας Τζανάτος (1960-2022) υπήρξε ιδιαίτερη μορφή στο θέατρο και την συγγραφή. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου, θέατρο και ιστορία της τέχνης, δούλεψε ως ηθοποιός, αποσύρθηκε για πολλά χρόνια από την ενεργό δράση και επέστρεψε το 2013 στην σκηνή. Μέχρι το θάνατό του στήριξε ιδιαίτερα την σύγχρονη ελληνική δραματουργία. Εκτός από την «Εκκρεμότητα», που θα μας απασχολήσει παρακάτω, έχει στο ενεργητικό του μερικά πολύ ενδιαφέροντα θεατρικά έργα: «Έξοδος» (ΚΘΒΕ, 2004), «Μαζί ποτέ» (2009, που στηρίζεται στην ταινία του γερμανού τουρκικής καταγωγής σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν  «Gegen die Wand»), «Κ.» ( ένα έργο που γράφτηκε για να παιχτεί στις φυλακές Κορυδαλλού από οροθετικούς κρατουμένους και αργότερα παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του διήμερου «Θέατρο και Φυλακή» σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη), «Δεσποινίς Δυστυχία» (2014, σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη, αργότερα κυκλοφόρησε σε μορφή πεζού), «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές» (2017), «Πόσα ζώα χωράει ο άνθρωπος», το 2018 ενώ την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με το βραβείο «Κάρολος Κουν» Δραματουργίας ελληνικού έργου. Λίγο πριν από το θάνατό του εκδόθηκε η συλλογή Αγνώστου Η βία του βίου (Ποιήματα 2010-2021) στις εκδόσεις Κάπα.

Η «Εκκρεμότητα»  παρουσιάστηκε αρχικά στο Εθνικό Θέατρο στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Αναγνώσεις» (2013) σε μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου από τον Βασίλη Νούλα και  την ομάδα Nova Melancolia. Η ομάδα ανέβασε το έργο σε πλήρη παράσταση στο «Αγγέλων Βήμα» το 2014, ενώ την ίδια χρονιά μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Έλση Σακελλαρίδου και παίχτηκε  σε μορφή μονολόγου στο Λονδίνο από την ομάδα Theater Lab Company  της Αναστασίας Ρεβή σε σκηνοθεσία Jason Warren με τον Luke Shepherd στον κεντρικό ρόλο. Απόσπασμα του έργου («Ένας σαρκασμός στον πόνο» ή «Περί πόνου») παρουσιάστηκε από τη Βίκυ Κυριακουλάκου ως μονόλογος/περφόρμανς στη Βαρβάκειο Αγορά τον Νοέμβριο του 2013, στην Εβδομάδα κατά του HIV.  Το 2018 ανέβηκε για μια ακόμη φορά από  ομάδα νέων ηθοποιών σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Βογιατζή. Η «Εκκρεμότητα» έχει μεταφραστεί επίσης στα γερμανικά (από την Sabine Kessel «Die Erwartung») και στα ιταλικά από την Τζίνα Καρβουνάκη («In Sospeso», Τιμητική διάκριση τον λογοτεχνικό διαγωνισμό ανέκδοτης λογοτεχνίας στην ιταλική γλώσσα, «La Ginestra di Firenze 2021»).  Ο Θεόδωρος Εσπίριτου μας δίνει φέτος την δική του εκδοχή της «Εκκρεμότητας» στο Θέατρο Νους. Τι είναι αυτό που προκαλεί στο έργο και κάνει τους ανθρώπους του θεάτρου να επανέρχονται συχνά σ’αυτό;

από το Culturenow.gr

Κατ’αρχάς είναι ένα έργο που δύσκολα μπορεί κανείς να συντάξει μια περίληψη του, δεν έχει υπόθεση, είναι μια σπαρακτική αφήγηση που διαρρέεται από ένα ιδιότυπο χιούμορ στηριγμένο όχι μόνο στην λεκτική συνυποδήλωση αλλά και στην σύνδεση εικόνων όπου το σοβαρό, η κατάβαση στο είναι, συνυπάρχει με το γελοίο ως υπαρξιακή κατηγορία. Ένα άφυλο πλάσμα μας αφήνει να δούμε, την στιγμή που κι εκείνο τα βλέπει, σπαράγματα ενός διαλυμένου ψυχικού  κόσμου από συμβάσεις κοινωνικές, καταπιέσεις και ματαιώσεις. Τα όρια πραγματικότητας, παραισθήσεων και ονείρου διαλύονται σταδιακά, ο συμφυρμός αφήνει το μαγματώδες ψυχικό υλικό να κυλήσει και να συναντήσει την συνείδηση του θεατή, ο οποίος σταδιακά διαπιστώνει πως μέσα από τον παραληρηματικό λόγο σχηματίζονται νησίδες στέρεου φιλοσοφικού και κοινωνικού στοχασμού, ενώ η παρατήρηση  και οι περιγραφές ψυχικών καταστάσεων, κάτω από τον ποιητικό λόγο, παίρνουν τη λαγαρή μορφή ψυχαναλυτικού δοκιμίου. Το πλάσμα είναι μόνο του και μιλά στον εαυτό του; Στο κείμενο εμφανίζεται μια δεύτερη μορφή. Υπάρχει πραγματικά ή είναι αποκύημα της ταραγμένης ψυχής; Μια φασματική παρουσία, το είδωλο του ίσως στον καθρέφτη; Άραγε έχει σημασία; Ο άλλος είναι τόσο πραγματικός όσο εμείς του επιβάλλουμε να είναι.

Πάντως αν κάποιος ξεφλουδίσει προσεκτικά την ασθμαίνουσα αφήγηση, θα δει να  αχνοφαίνεται μια ιστορία στην οποία εμπλέκονται αξεδιάλυτα  η σεξουαλική ιδιαιτερότητα του πλάσματος, η ζοφερή μοναξιά του και ο ρόλος της μητέρας. Ο πόνος, η κοινωνική απόρριψη, η έλλειψη ανθρώπινης επαφής, το άξενο σεληνιακό τοπίο χωρίς το οξυγόνο των αληθινών σχέσεων που οδηγούν τον άνθρωπο αυτόν  σταδιακά στην τρέλα έχουν ως υπόβαθρο μια πολύ τραυματική σχέση με την μητέρα. Μια μητέρα βασανιστική, απορριπτική και αδηφάγα, στην οποία πολλοί θα  αναγνώριζαν  πλευρές  της σχέσης με την δική τους μητέρα. Αυτή η μητέρα είναι διαρκώς παρούσα στην απουσία της. Όσο πιο πολύ απουσιάζει τόσο περισσότερο καταπιεστική, καθοριστική και αφόρητη γίνεται. Ο άνθρωπος την βάζει απέναντί του, την ελεεινολογεί, την χλευάζει αλλά τελικά υποτάσσεται στο αόρατο βλέμμα της. Αισθάνεται αποκλεισμένος, το σπίτι του όζει, η υγιεινή του είναι ελλιπής, ο οικιακός χώρος είναι ακατάστατος, παρατημένος σε σημείο να προκαλεί την μήνιν των γειτόνων και την ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση του ανθρώπου. Αυτός αναζητά με απόγνωση και θυμό μια θέση στον κόσμο, μια ταυτότητα. Αντ’αυτού εισπράττει απόρριψη και βία. Επιστρέφει την βία στους άλλους και στον εαυτό του.

Είναι αντισυμβατικός ο ήρωας του Τζανάτου; Ο συγγραφέας δεν πρεσβεύει προφανώς τις ρομαντικές θεωρίες του πρώιμου αντιψυχιατρικού κινήματος για τον τρελό ως επαναστάτη. Καταλαβαίνει πολύ καλά τις διαφορές του πολιτικού και κοινωνικού αντικομφορμισμού από την συντριβή του διαφορετικού από τον  κοινωνικό περίγυρο,  που  συχνά οδηγεί σε πράξεις απελπισίας που μοιάζουν με εξέγερση. Επιχειρεί να κατανοήσει και να εκφράσει, να κοινωνήσει έπειτα στον θεατή -μέσα από ένα ασθματικό, ποιητικό λόγο με επιρροές από Πίντερ, Κέην και Κολτές- πώς ένας άνθρωπος χάνεται σταδιακά στον δαίδαλο της ψυχής του και τον ρόλο που παίζει σ’αυτό το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ακόμη πιο πολύ επιχειρεί να ανιχνεύσει την πολιτική διάσταση του ζητήματος. Μια ιεραρχημένη, εξουσιαστική πατριαρχική κοινωνία, ομοφοβική, γυναικοφοβική, εκμεταλλευτική, που υπάρχει μέσα στην κατασκευασμένη της πραγματικότητα, χωρίς δυνατότητα επιλογής, με κυρίαρχο στόχο την απόλυτη χειραγώγηση, με κυρίαρχο νήμα την συναίνεση και την υπακοή. Επιβάλλεται με την βία και επιβάλλει την βία. Η «Εκκρεμότητα» είναι τελικά ένας στοχασμός για την ελευθερία και την αυτοπραγμάτωση όταν αυτές είναι σε επικίνδυνη έλλειψη.

από Athens Voice

Ο Θεόδωρος Εσπίριτου αναμετρήθηκε με ένα πολύ δύσκολο κείμενο, σχεδόν αντιθεατρικό,  που δεν υπολογίζει το κοινό, δεν το αφορά το κοινό του, και κατάφερε  να το κοινωνήσει σ’αυτό το κοινό μέσα από σφιχτούς καλομελετημένους θεατρικούς κώδικες. Έστησε μια παράσταση που στοχεύει στο νου, χωρίς το άλλοθι των συγκινήσεων. Το σκηνικό (που επιμελήθηκε η Χαρά Κονταξάκη, η οποία είχε και την ευθύνη των κοστουμιών)  λιτό και απέριττο : ένα άνοιγμα με πλαίσιο από νέον στο γνωστό παγωμένο μπλε. Άλλοτε οθόνη που ξερνάει τις εικόνες της δυστοπίας κι άλλοτε μια σκοτεινή οπή που μας καλεί να αντιμετωπίσουμε κατάματα την κόλαση. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μας καταπιεί· υπάρχει όμως και η πιθανότητα, αν αντέξουμε, να βρεθούμε στο λυτρωτικό απέναντι. Μπροστά από την οθόνη, ένα μικρό χαμηλό τραπέζι χωρίζει και ενώνει δυο μορφές σε απόλυτη παραλληλία, σαν παράξενο κατοπτρικό είδωλο. Ο Α. και ο Γ. Η δεύτερη μορφή, άφυλη και σκοτεινή, συντίθεται από το λόγο του Α., είναι ο λόγος του που έχει πάρει μορφή, συμπληρώνει τις εκμυστηρεύσεις, σχολιάζει σαρκαστικά. Ο Εσπίριτου διάλεξε προσεκτικά τις κινήσεις και την εκφορά του λόγου ώστε  όλη η παράσταση να στέκει πάνω σε ένα σκοτεινό μεταίχμιο: της διάπυρης αφήγησης που σχίζει την κοινωνική πραγματικότητα και των ψυχικών υλικών, της υπαρξιακής αγωνίας, που την παράγει και στο τέλος την καταργεί. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Έφερε μέσα στην υπαρξιακή αγωνία το πολιτικό στοιχείο, μετατρέποντας την αφήγηση ενός ξυλοδαρμού σε σχόλιο για την βία απέναντι στον διαφορετικό και θυμίζοντας καταφανώς την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Πραγματικά υποδειγματική σκηνοθετική προσέγγιση, προσεγμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια, βρήκε ικανότατους συμπαραστάτες τους δυο υποκριτές: τον Νίκο Παντελίδη και τον Σπύρο Βάρελη. Ο σκηνοθέτης έδωσε στην παράσταση χαρακτήρα τελετουργίας και οι δυο υποκριτές πήραν το ρόλο του μύστη. Ο Ν. Παντελίδης με εντυπωσιακό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων δημιούργησε ένα σπαρακτικό Α. ισορροπώντας την εκρηκτικότητα της έκκλησης και την παλίρροια της αγωνίας με την βαθιά εσωτερικότητα και ο Σπύρος Βάρελης ακολούθησε με μετρημένα βήματα δημιουργώντας μια μορφή που αναπλαισιώνει τα ερωτήματα με σαρκαστικό κάποτε χιούμορ και παρακολουθεί συμμετέχοντας στην κατάρρευση και την απειλητική σύγκρουση με την πραγματικότητα των άλλων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στους φωτισμούς του Γιώργου Αγιαννίτη που δημιουργούσαν τόπους συντέλεσης γεγονότων.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΝΤΙ-ΛΟΓΟΣ», τ. 2