(Για την λογοκρισία στο ΕΘΝΙΚΟ)

         Την περασμένη εβδομάδα έλειπα στο Αμβούργο με ομάδα μαθητών μου σε ένα πρόγραμμα Erasmus με θέμα το προσφυγικό. Εκεί πληροφορήθηκα την υπόθεση της λογοκρισίας στο Εθνικό και ομολογώ παρακολούθησα, άναυδη, όσο μπόρεσα τα τεκταινόμενα και την αρθρογραφία.

        Η λογοκριτική παρέμβαση αναλύθηκε καλά και σε πολλές από τις διαστάσεις της και προφανώς δεν χρειάζεται να προστεθεί ένα ακόμα κείμενο που θα επαναλαμβάνει το χιλιοειπωμένο και το αυτονόητο: δηλαδή πως η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης αποτελεί μέρος του κατοχυρωμένου (;) δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Αρχίζουν ωστόσο δυστυχώς να παίρνουν μορφή μικρής αλλά υπαρκτής χιονοστιβάδας τέτοια φαινόμενα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα (π.χ. Καστελούτσι, Μπάνκσυ κτλ). Αυτές οι άμεσες κινήσεις είναι άλλοτε παρωχημένες φωνές ενός (συνήθως με θρησκευτική ενδυμασία) υπερσυντηρητισμού στον οποίο βρίσκει ευεπίφορο ους ο φασισμός, με όποια μορφή κι αν τον ορίσουμε, είτε ωμές πολιτικές παρεμβάσεις που δεν έχουν να κάνουν με το συγκεκριμένο αλλά επιχειρούν επίδειξη δύναμης και εξουσίας, χρησιμοποιώντας την απαστράπτουσα φτήνια των τεχνικών της διαφήμισης και της προπαγάνδας. Για να είμαι ειλικρινής αυτές μου φαίνονται οι πιο εύκολες στην διαχείρισή τους από το κοινωνικό σώμα και ειδικά από τον καλλιτεχνικό κόσμο: συνενώνουν και δημιουργούν κίνημα ενάντιά τους. Το ζήσαμε στο Χυτήριο με το το έργο του Τέρενς Μακ Νάλυ Corpus Christi και τώρα με την Ισορροπία του Nash στο Εθνικό.

         Κατά τη γνώμη μου, μια πολύ σημαντική πλευρά του ζητήματος είναι η απάντηση στο ερώτημα πόσο συνδέονται όλ’ αυτά τα θλιβερά φαινόμενα αυταρχισμού και αβελτερίας ταυτοχρόνως με την προσπάθεια να αποχυμωθεί η τέχνη (και δη το θέατρο), να σιωπήσουν φοβισμένοι οι καλλιτέχνες και λίγο-λίγο όλη η παραγωγή να περάσει στα ενεργά καλλιτεχνικά σούπερ-μάρκετ των ιδρυμάτων, που θα προσφέρουν μια τέχνη μορφικά ενδιαφέρουσα αλλά κενή νοήματος, χωρίς σπινθήρα και σίγουρα όχι για τα όμματα των πολλών. Σε συσχετισμό με την κατάσταση στην παιδεία, η συνταγή θα δράσει αλάνθαστα, μολονότι είναι μακρά η διαδικασία: πολτοποιημένοι εγκέφαλοι, ευτυχείς μέσα σε μια πενόμενη, εξαθλιωμένη υλικά και πνευματικά ζωή. Ή απλώς, εμπρός στον δρόμο που χάραξαν τα panem et circensis.

         Την ίδια στιγμή, υποβάλλονται τα πιο συντηρητικά μοντέλα αντίληψης για την τέχνη, αυτά από τα οποία γέμει ο ασπρόμαυρος ελληνικός κινηματογράφος: χαραμοφάηδες και ανεγκέφαλοι που δεν παράγουν τίποτε και τρώνε τα λεφτά των δικών τους και του κόσμου. Και να αυτό που λείπει από τις πολιτικές ομάδες του ακραίου συντηρητισμού: η δημιουργία του πολιτικού γεγονότος εκ του μηδενός. Και πολιτικών πρωταγωνιστών –παλιές και νέες εφεδρείες του συστήματος. Χαρμα!

          Ας είναι. Υπάρχει και η άλλη πλευρά του ζητήματος όμως. Η διοίκηση του Εθνικού επέδειξε μια ανεπίτρεπτη ηττοπάθεια, για να μην πω δειλία. Υποτίθεται πως ο κύριος Λιβαθηνός, που είχε ο ίδιος υποστεί αρκετά όταν ήταν διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής, τοποθετήθηκε ως προσωπική επιλογή της προηγούμενης διοίκησης του Υπουργείου Πολιτισμού για να μπορέσει το Εθνικό να λειτουργήσει με μια νέα νοοτροπία και τόλμη, ώστε να γίνει το Εθνικό που αξίζει (και μπορεί) αυτή η χώρα. Γι’αυτό δεν έγινε όλο το ζήτημα με τον Χατζάκη, που θεωρήθηκε ως η μακριά χειρ του κατεστημένου; Τι μέλλον προοιωνίζεται μια τέτοια υποχώρηση στην πρώτη πίεση; Κι αν τα πράγματα ενείχαν άλλου είδους κινδύνους (κάποιοι υπαινιγμοί για απειλές ακούσθηκαν, αν είναι έτσι δεν πρέπει να γίνουν καταγγελίες; Ποιος απείλησε ποιον και με τι περιεχόμενο η απειλή; Θέματα για εισαγγελική παρέμβαση, θεωρούμε). Μεγάλες ευθύνες έχει όμως και η προϊσταμένη αρχή, το Υπουργείο και ο Υπουργός Πολιτισμού. Όφειλε να αναλάβει να προστατεύσει την καλλιτεχνική ελευθερία (όπως οφείλει να κάνει με όποιο θεατρικό ή άλλο καλλιτεχνικό έργο, του οποίου η αυστηρή κριτική και η εξ αυτής –αν πρέπει- ιδεολογική αποδόμηση είναι άλλο θέμα και άλλων έργο). Με ευθύτητα και παρρησία και όχι με ανακοινώσεις ήξεις αφίξεις. Αφού δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο η κυβέρνηση εγκλωβισμένη στην ευρωπαϊκή επιλογή της των μνημονίων, ας κάνει τουλάχιστον το πιο εύκολο: να μείνει πιστή στο ελάχιστο των αξιών που είχαμε φέρει κάποτε στην πολιτική σκηνή ως ΣΥΡΙΖΑ. Τα συμβολικά έχουν ακόμα αξία. Γι’ αυτό και η υποχώρηση προσελήφθη οδυνηρά και οργισμένα από τον κόσμο, με ειρωνείες.

          Πάντως το ζήτημα αυτό έχει και μια αισιόδοξη πλευρά κι ας μείνουμε σ’ αυτήν. Το αυθόρμητο κίνημα που δημιουργήθηκε για να υπερασπίσει αυτά που άφησαν ακάλυπτα οι θεσμοί είχε μια πρώτη νίκη: η απαγορευμένη παράσταση παίχτηκε την περασμένη Κυριακή. Υπό την απαίτηση και την πίεση του κόσμου. Ήταν πράξη αντίστασης, προϊόν συλλογικής διαμαρτυρίας που απαίτησε και πέτυχε την αποκατάσταση ως κάποιο σημείο της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Τις έχουμε ανάγκη τέτοιες νίκες για να δυναμώνουμε, να επιβεβαιώνουμε ότι πολλά μπορεί η λαϊκή αντίδραση. Ότι απάντηση στην απογοήτευση δεν είναι η ιδιώτευση αλλά η κινηματικότητα (που κι αυτή με την σειρά της παράγει –ή μπορεί να παραγάγει- τέχνη), η επικίνδυνη, ζώσα και γόνιμη κινηματικότητα.

[1] Από τον «Δούλο» του Μιχάλη Κατσαρού

ΕΠΟΧΗ, 7.2.2016