Οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ στο Θέατρο Τέχνης

Σχολιάστε

Οι  Δούλες  του Ζαν Ζενέ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ερμηνείας και ανάπλασης μιας πραγματικής ιστορίας. Το έργο βασίζεται πάνω στην ιστορία των αδελφών Παπέν που συγκλόνισε τη Γαλλία την δεκαετία του ’30, συγκίνησε διανοούμενους όπως ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και ενέπνευσε στον Ζακ Λακάν ένα σημαντικό άρθρο στο σουρεαλιστικό περιοδικό “Minotaure” για την παρανοϊκή ψύχωση και αποτέλεσε υλικό για πολλά μυθιστορήματα και ταινίες, μεταξύ των οποίων η αριστουργηματική «Τελετή» (1995) του Κλωντ Σαμπρόλ αλλά και η ενδιαφέρουσα «Άβυσοι» του Νίκου Παπατάκη (1963). Οι αδελφές Λέα και Κριστίν Παπέν, είχαν πολύ άσχημη παιδική ηλικία –φτώχια, απόρριψη, αιμομεικτικός βιασμός,  εγκατάλειψη. Ανέπτυξαν μια ιδιόμορφη εξαρτησιακή σχέση . Ο Λακάν εξηγεί πως υπήρξαν παράδειγμα αυτού που ονομάζει «σιαμαίες ψυχές», ανάμεσα στις οποίες δεν υπήρχε χώρος για τίποτε και κανέναν άλλον. Η σχέση είχε ερωτικό αιμομεικτικό υπόβαθρο, η μεγαλύτερη θεωρούσε πως σε μια άλλη ζωή ήταν ο σύζυγος της αδελφής της. Υπηρέτριες σε ένα μεσοαστικό σπίτι, ανέπτυξαν συναισθήματα μίσους και εκδικητικότητας για την οικογένεια των εργοδοτών τους. Το ταξικό μπλέχτηκε με το ψυχολογικό και δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα, που οδήγησε τις δυο αδερφές να δολοφονήσουν με βάναυσο τρόπο την κυρία του σπιτιού και την κόρη της.

         Ο Ζενέ έγραψε τις «Δούλες»  το 1947. Όπως και στο υπόλοιπο έργο του, έτσι κι εδώ ο συγγραφέας δημιουργεί πολύπλοκες σχέσεις που αγγίζουν κάποτε το σαδο-μαζοχισμό και έχουν ως πλαίσιο την ταξική εκμετάλλευση.  Οι δυο γυναίκες έχουν μια σχέση λατρείας-φθόνου-μίσους με την Κυρία τους. Κάθε βράδυ στήνουν μια ολόκληρη παράσταση, όπου η μια την υποδύεται ενώ η άλλη, παραμένοντας πάντα η υπηρέτρια, προσπαθεί να την σκοτώσει αφού πρώτα φανερώσει όλα εκείνα που την πνίγουν. Μαστορικά, χωρίς ρητορισμούς και άσκοπες εντάσεις, ο συγγραφέας ανατέμνει την ψυχή των δυο γυναικών, βλέπει το σκληρό έμπλεο βίας  αποτύπωμα της κοινωνική θέσης στον ψυχικό τους κόσμο, στην αρρώστια της ψυχής τους, που θα τις οδηγήσει, μέσα από μια διαδικασία ταύτισης με την Κυρία, η μια να πιεί το φαρμάκι που της προόριζαν και η άλλη να αποδεχτεί την επερχόμενη σκληρή τιμωρία για το φονικό.

Έργο βαθύτατα πολιτικό (όπως πολιτικός είναι γενικά ο Ζενέ), μιλά για τις  σχέσεις υποταγής και εκμετάλλευσης, για τις σχέσεις  εξουσίας.  Για την τρέλα ως αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών καταπίεσης, φόβου και σύνθλιψης της προσωπικότητας. Ο συγγραφέας δεν μιλά για την εξέγερση των υπηρετών, αλλά ακριβώς για το αντίθετο: για το πού οδηγεί η καταπιεσμένη οργή, όταν δεν βρίσκει διέξοδο στο σχεδιασμό και την πάλη για μια κοινωνία χωρίς ιεραρχήσεις. Οι Δούλες μπορεί να διαβαστούν ως σύγχρονη τραγωδία: μόνες, εγκλωβισμένες στο αποπνικτικό καμαράκι τους, μακριά από άλλες ανθρώπινες σχέσεις, εμμονικές, καταθλιπτικές, σχεδιάζουν όχι την ανατροπή του λόγου που τις οδήγησε στην μέγιστη οδύνη αλλά το γκρέμισμα του ειδώλου τους, τη νίκη τους επί της θεάς τους, αλλά ξέρουν και αποδέχονται ότι ο κόσμος της θεάς τους θα τις νικήσει, η θεά θα είναι πάντοτε παρούσα και θα τις εξουσιάζει μέσα από το φόνο της και κυρίως μέσα από την τάξη του κόσμου της, τον νόμο και την τιμωρία.

         Η παράσταση που σκηνοθέτησε η Μαριάννα Κάλμπαρη είχε πριν απ’ όλα την πρόθεση να «εκμοντερνίσει» το έργο χωρίς να το προδώσει. Εξ ου και μια νέα μετάφραση που έκανε η ίδια που πίεσε το κείμενο να ωσμωθεί με τα σύγχρονα ελληνικά (η γλώσσα του Ζενέ είναι δύσκολη στην απόδοσή της, διαθέτει υπόγειους ρυθμούς, σκιές, ποιητικότητα και ταυτόχρονα μια καταλυτική κυριολεξία).  Οι ρυθμοί ήταν γρήγοροι, ο σκηνικός χώρος –με τους λαμπτήρες στο πίσω μέρος της σκηνής,τα μεταλλικά ελάσματα,το τραπέζι, τα ψεύτικα λουλούδια- και κυρίως  με την ιδιαίτερη συμβολή των φωτισμών  (σχεδιασμός φωτισμού Στέλλα Κάλτσου)θύμιζε πως κυρίαρχη πρόθεση ήταν να αναδειχτεί το «θέατρο  εν θεάτρω». Το πολιτικό στοιχείο του έργου απορροφήθηκε από την ψυχολογική διάσταση, που για την ανάδειξή της επιστρατεύτηκαν τόσο ιδιαίτεροι επιτονισμοί όσο και μια κινησιολογία που κάποτε θύμιζε μαριονέτα ή κλόουν.

Η Κωνσταντίνα Τακάλου δημιούργησε μια Κλερ ρέουσα, που ξεκινά ως  μια αδύναμη, τρυφερή, δειλή γυναίκα που παρασύρεται από  την δυναμική παρουσία της αδελφής της αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να κυριαρχεί. Την κρίσιμη ώρα βρίσκει το θάρρος να ολοκληρώσει το παιχνίδι της, να τελειώσει την παράσταση. Αντίθετα η Κάτια Γέρου απέδωσε την Σολάνζ ως ένα πλάσμα νευρικό, με εντάσεις και ξεσπάσματα, με έκδηλη αγωνία για την αδερφή της, με μια απαιτητική, δύστροπη αγάπη προς αυτήν. Βρήκε το δρόμο για να δείξει την ακατέργαστη ψυχή αυτής της γυναίκας που το μόνο που μπορεί να ονειρευτεί είναι να γίνει, για λίγο, η Κυρία. Που νιώθει  ελεύθερη εξαιτίας της ψευδαίσθησης πως κινεί τα νήματα. Η ερμηνεία της ήταν ακριβώς οι ψευδαισθήσεις της Σολάνζ και ο αγχωμένος τρόμος της αλήθειας που είναι εκεί αλλά ούτε θέλει ούτε μπορεί να δει. Η Μαριάννα Κάλμπαρη είδε τον τρομαγμένο ναρκισσισμό της Κυρίας. Η μουσική του Νέστορα Κοψιδά χρειαζόταν περισσότερο ψάξιμο.

ΕΠΟΧΗ, 11.3.2018

«Η τέχνη είναι πεδίο μάχης»

Σχολιάστε

Η Κάτια Γέρου μιλά για την ταινία USSAK

Ussak είναι ο μουσικός δρόμος της θλίψης, που όμως μπορεί να μετατραπεί σε χαρά. Είναι ο τίτλος που διάλεξαν ο Κυριάκος Κατζουράκης και η Κάτια Γέρου για την νέα τους ταινία, που μόλις βγήκε στις αίθουσες. Η ταινία είναι μια δυστοπία με  αισιόδοξο τέλος, που αναδεικνύει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας άλλος κόσμος μέσα από την συλλογική δράση και το όραμα.  Βαθιά πολιτική και  ανθρώπινη, καταφέρνει μέσα από σκληρές, πολύ δυνατές εικαστικά,  εικόνες να αναδείξει τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, αυτής που ονομάζουμε κοινωνία της κρίσης. Τολμά να αγγίξει θέματα που δεν έχουν ακόμη απασχολήσει την τέχνη των καιρών μας όσο θα ‘πρεπε, όπως το θέμα του ελέγχου της τροφής από μεγάλες εταιρείες και συμφέροντα, ενώ  φέρνει σαφώς στο προσκήνιο το ζήτημα της ανάγκης να αποκτήσει το κίνημα ιστορική συνείδηση και διάσταση. Η Κάτια Γέρου, ηθοποιός με εντελώς ιδιαίτερο ερμηνευτικό στίγμα και ποιότητα  και άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα,  μιλά για την ταινία και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από μέρος της κριτικής.

 

 -Κυρία Γέρου, η πολυαναμενόμενη από πολλούς ταινία “USSAK” , σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, στην οποία όχι μόνο πρωταγωνιστείτε αλλά συνυπογράφετε και το σενάριο, βγήκε πριν από λίγες μέρες σε μια μόνο (!) κινηματογραφική αίθουσα. Η υποδοχή από τύπο δεν ήταν καλή. Τι ενόχλησε την κριτική, κατά τη γνώμη σας;

Και στο «Δρόμο προς τη Δύση» είχαμε παρόμοια εμπειρία. Όμως εκεί δεν υπήρξε ομαδική κατεδάφιση όπως για το “USSAK”.  Μόνο εκκωφαντική σιωπή! Εκτός από ένα θερμό κείμενο που μας χαροποίησε, όχι βέβαια για ναρκισσιστικούς λόγους, αλλά για το περίφημο feed back. Δηλαδή ο καλλιτέχνης έχει κάτι στο μυαλό του, δεν ξέρει αν κατάφερε να το αφηγηθεί καθαρά, και κάποιος το είδε, το κατάλαβε, το αγάπησε, κάποιος που δεν μας ήξερε προσωπικά. Εννοώ όχι κάποιος φίλος που έβαλε πλάτη –που στο κάτω-κάτω δεν είναι  καθόλου αθέμιτο πότε-πότε μέσα στην εμπόλεμη ζώνη της τέχνης, την οποία επανειλημμένα ο Κυριάκος κι εγώ έχουμε βιώσει. Τέλος πάντων.

Η ταινία, εννοώ η προηγούμενη, ο «Δρόμος», παίχτηκε σε μεγάλα φεστιβάλ, σε συλλογικότητες, σε Πανεπιστήμια, στα πλαίσια των δικών για το trafficking κτλ. Και πήρε διακρίσεις. Ο μονόλογος της Μάρως Δούκα, που συνόδευε το συνολικό project , ταξίδεψε μετά σ’ όλη την Ελλάδα. Εμείς δεν κάναμε τίποτε για την προώθησή του. Είχαμε νιώσει ηττημένοι από την εντυπωσιακή απουσία κοινού στην Αθήνα. Λειτούργησε όμως το «από στόμα σε στόμα» . Μέχρι σήμερα, μετά από 16 χρόνια, ταξιδεύει ακόμη. Και εκεί  υπήρξε η γκρίνια του τύπου: «Πολύ μαυρίλα, πώς σας ήρθε αυτό το θέμα κτλ». Και μιλάμε για το προσφυγικό! Αλλά το 2001 -παραμονές των Ολυμπιακών αγώνων, στην ισχυρή Ελλάδα- δεν ήταν ακόμη «in» και «trendy» -για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια «μοντέρνα» γλώσσα μπας και μας αφήσουν ήσυχους, εμάς τους «απλοϊκούς διδακτικούς, παρωχημένης αισθητικής και γκροτέσκους» -σταχυολογώ, ξέρετε, δειγματοληπτικά κάποιες από τις φράσεις που διάβασα για την καινούρια μας ταινία. Και συγγνώμη δηλαδή για την αφελή απορία, αλλά από πότε το γκροτέσκο ως τρόπος έκφρασης έγινε απαγορευτικό; Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ενημέρωση, ώστε να ενημερώσω με την σειρά μου και τον Κυριάκο για να το αποφύγουμε.

Τι είναι αλήθεια το γκροτέσκο; Το γκροτέσκο παίζει με στερεότυπα, λέει μπαναλιτέ και κοροϊδεύει.  Π.χ. η φράση που ακούγεται στην ταινία «το χρέος είναι καύλα» σίγουρα δεν είναι φράση της φιλοσοφικής σχολής της Φραγκφούρτης… εννοείται. Είπαμε, υλικό του γκροτέσκο είναι τα στερεότυπα. Πολλές φορές έχουμε δει από μεγάλους μάστορες του σινεμά πολύ πιο extreme  χρήσεις του γκροτέσκο. Έχουμε δει, π.χ., καρδινάλιους να παρελαύνουν σε πασαρέλα. Φαντάζεστε να γινόταν εδώ κάτι αντίστοιχο; Για σκεφτείτε το για λίγο, σας παρακαλώ.  Πλανήτη θα ‘πρεπε να αλλάξει ο δημιουργός, όχι μόνο χώρα ή επάγγελμα. Και για να τελειώσω, από πού ως πού, όταν μιλάει κάποιος για αγρότες και μεταλλαγμένους σπόρους γίνεται διδακτικός; Απ’ όσο γνωρίζω, η ανάγκη της τροφής δεν έχει καταργηθεί ακόμη. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα που θα μασουλάμε μόνο USB και MP3 και φλασάκια ένας δημιουργός μπορεί να αγγίξει και αυτό το θέμα, όσο αντιλάιφ στάιλ κι αν είναι.

Σίγουρα όταν κάποιος δουλεύει με δύσκολα, «άσχημα» υλικά και με θέματα τζιζ!, όπως το χρέος ή η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, είναι πιθανόν σε στιγμές να του ξεφεύγει η δοσολογία. Ο εντοπισμός αυτών των στιγμών θα ήταν σεβαστός και γόνιμος. Για διάλογο διψούν οι καλλιτέχνες. Στην περίπτωσή μας, μόνο αυτό δεν συνέβη.

Το κοινό πώς αντιδρά;

Ο μόνος αντίλογος μέχρι τώρα σ’ αυτήν την «εθνική συμφιλίωση» της κριτικής γύρω από το USSAK πλην κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων -ευτυχώς υπήρξαν και κάποιες φωνές που μπήκαν στον κόπο να αφουγκραστούν τη δουλειά μας και την τίμησαν με την προσοχή τους-  είναι τα βουρκωμένα μάτια των θεατών στις δυο προβολές, της Θεσσαλονίκης και στην πρεμιέρα της Αλκυονίδας. Αλλά αυτό δεν καταγράφεται, δεν αποδεικνύεται. Άρα δεν μπορεί να είναι αντεπιχείρημα σ’ ένα δημόσιο διάλογο. Το προϊόν της εργασίας μας είναι επομένως απολύτως ευάλωτο και ήδη τραυματισμένο. Τι να κάνουμε; C’ est la vie. Εν ολίγοις, η τέχνη, όταν δεν είναι κοσμική μάζωξη, αρκετά συχνά, όχι πάντα ευτυχώς, γίνεται πεδίο μάχης: σύγκρουση αισθητικών επιλογών, άρα και σύγκρουση ιδεολογίας. Το ξέρω, ναι, αλλά όταν σου συμβαίνει, δεν είναι και το καλύτερο.

Ποιες ακριβώς ήταν οι ενστάσεις της κριτικής για την ταινία σας;

Ενστάσεις… πολύ ευγενικά το είπατε… Ναι, φυσικά.  Ακούσαμε ότι η ταινία έχει «βαριά σκηνογραφία». Φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος που το γράφει, εννοεί τους εγκαταλελειμμένους βιομηχανικούς χώρους, γιατί όλα τ’ άλλα ένα βουνό και κάτι δωμάτια είναι. Μα δεν τους στήσαμε εμείς. Υπάρχουν. Δεν τους ερημώσαμε εμείς. Η κρίση τους ερήμωσε. Δεν έπρεπε να τους φιλμάρουμε; Γιατί; Θα πάθει ζημιά ο τουρισμός;

Είπαν ακόμη ότι στο “USSAK” «το σεξ δεν είναι ποτέ χαρά». Μα τόσο άπλετο, χαρούμενο σεξ υπάρχει παντού. Πάνω του πέφτεις διαρκώς! Μέσα στην κατακριτέα ατέλειά μας θεωρήσαμε ότι είναι ήδη τόσο δικαιωμένο και καταγεγραμμένο που δεν χρειάζεται έξτρα αρωγή από εμάς. Έτσι λοιπόν ασχοληθήκαμε με το άλλο σεξ, το λυπημένο και το βίαιο. Υπάρχει και αυτό, ξέρετε. Επίσης ότι «υπάρχουν άστεγοι που απαγγέλλουν Καρούζο». Ο άνθρωπος που το έγραψε αυτό δηλαδή σκέφτεται κάτι σαν: «άστεγος είσαι, σούρσου μέσα στο χαρτόκουτό σου και σώπα. Πού το βρήκες το βιβλίο, το laptop για να σερφάρεις και να βρίσκεις ποιήματα; Προφανώς άστεγος γεννήθηκες και μη μας ζαλίζεις. Ώχου!».

Αποτέλεσμα εικόνας για ussak

Διάβασα επίσης ότι παρουσιάζεται «μια κοινωνία που έχει χάσει εκτός από χρήματα και κάθε … ηθική». Στην αρχή θεώρησα ότι οι τελείες είναι τυπογραφικό λάθος. Μετά είπα μέσα μου, μπα, ειρωνεία είναι. Όποιος δηλαδή χάνει τα χρήματά του, χάνει και την ηθική του; Δεν θα θυμίσω εδώ πως έχουν γραφτεί τόμοι πάνω στο θέμα από τον Μπρεχτ και τόσους άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Θα μπορούσε επίσης να εννοεί κάτι σαν: πού τη θυμηθήκατε τη λέξη; Απ’ την πλειστόκαινο περίοδο έχει να χρησιμοποιηθεί. Ή ποιος ξέρει τι άλλο, πού να πάει το φτωχό μου το μυαλό. Πάλι καλά, λέω, που δεν μπήκαν τα αποσιωπητικά πριν από τη λέξη «χρήματα». Όμως εκεί θα ήταν τουλάχιστον ευκολότερη η ερμηνεία τους: αφού τώρα έχουμε κάρτες!

Στην ταινία, είπαν, «είναι όλα βαριά, από το περπάτημα μέχρι τις ανάσες». Φαντάζεται κανείς μετά από αυτό τους έρμους τους ηθοποιούς να εισπνέουν και να εκπνέουν, να λαχανιάζουν και να αγκομαχούν, εν είδει επιθανάτιου ρόγχου, και να κάνουν διασκελισμούς ως Κινγκ Κονγκ που ισοπεδώνει τη Νέα Υόρκη, συνοδεία υπόκρουσης από ντραμς.  Και για να τελειώνω, για την δουλειά μου ως ηθοποιού, κέρδισα τη φράση «υποκριτικός θάνατος». Φλερτάρω με την ιδέα μάλιστα μήπως από ‘δω και πέρα τη βάλω στο βιογραφικό μου. Βεβαίως γι’ αυτό το παράσημο, το ‘βαλα κι εγώ το χεράκι μου, αλλά η γενναιοδωρία, γενναιοδωρία. Το σωστό να λέγεται. Πέρα από το χιούμορ, επιτρέψτε μου όμως, εγώ που είμαι συχνά ο αυστηρότερος κριτής της δουλειάς μου, να γίνω υπερόπτης, και να πω: εύχομαι μέχρι τη στιγμή του βιολογικού μου θανάτου, να μου ξανασυμβεί ένας τέτοιος «υποκριτικός θάνατος».

Αποτέλεσμα εικόνας για ussak γέρου

Όλο αυτό τα καλαμπούρι, δεν μου ‘ρχεται άλλη λέξη, επειδή δεν υιοθετήθηκε το στυλ: «Είναι κεφάτοι, γυρίζουν απ’ του Βερόπουλου», προφανώς για να επιδοθούν κατόπιν στο happy sex! Βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί, όχι με την δυσαρέσκεια και την απαξίωση της κριτικής, δικαίωμά της είναι, αλλά με τον τρόπο έκφρασης και τα επιχειρήματα αυτής της απαξίωσης και της δυσαρέσκειας.

Παρόλο  που η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά κρίση, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να εκφραστεί αισθητική, συνεπώς και άλλη ιδεολογία, πέραν της γενικώς αποδεκτής, δηλαδή της «διαρκούς ανάπτυξης και του success story». Δεν «επιτρέπεται» η ποικιλία της έκφρασης που είναι το όπλο και η δύναμη και η ομορφιά της τέχνης. Κι όποιος δεν το κατάλαβε, κάποια στιγμή θα το καταλάβει στο πετσί του.

 

Πιστεύετε ότι τελικά η ταινία θα βρει το δρόμο της; Θα ακολουθήσει δηλαδή μια παρόμοια  πορεία με την δύσκολη αλλά τελικά γόνιμη πορεία του «Δρόμου για την Δύση», μιας και αναφερθήκατε εκτεταμένα σ’ αυτήν συγκριτικά στην αρχή της συζήτησής μας;

Ναι, υπάρχει ήδη ενδιαφέρον. Δεκάδες τηλεφωνήματα για το ταξίδι της ταινίας. Αυτό το «από στόμα σε στόμα» που έλεγα πριν. Την επόμενη σεζόν αποφάσισα να μη δουλέψω στο θέατρο, ώστε να μπορώ να συνοδεύω την ταινία μαζί με τον Κυριάκο και να συζητάμε κατόπιν με το κοινό.  Είχαμε σκεφτεί ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την περιφέρεια στα χρόνια της κρίσης. Ίσως κάνουμε την αρχή συνδυάζοντάς το με το ταξίδι του USSAK. Θα είναι δύσκολο και κοπιαστικό και δεν θα έχει χρηματική απολαβή –όπως δεν είχε και η ταινία για μας. Όμως αυτό αποφασίσαμε. Και ξέρετε γιατί; Για λόγους ιδιοτελείς: ψυχανεμιζόμαστε ότι εκεί θα πάρουμε χαρά κι έτσι θα πληρωθούμε».

Αποτέλεσμα εικόνας για ussak

Αποτέλεσμα εικόνας για ussak

 

 Ποια είναι η κυρίαρχη πολιτική ιδέα που βγαίνει μέσα από την ταινία σας;

Η ταινία είναι βαθιά υπαρξιακή, κατά τη γνώμη μου, πριν από πολιτική, καταγγελτική κ.τ.λ. Λέει ότι όσο κι αν αγριέψουν οι συνθήκες, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Πάντα κάποιοι θα κινητοποιούν τον παλιό καλό τους εαυτό και θα μνημονεύουν τη χώρα τους «τη γεμάτη καρπούς και ιστορία», έστω κι αν χρειάστηκε να την εγκαταλείψουν για να επιβιώσουν. Πάντα κάποιοι θα διεκδικούν μια πιο φιλόξενη ζωή για όλους.  Εν ολίγοις, ως καλλιτέχνες και πολίτες προβάλλουμε στο μέλλον τους φόβους και τις ελπίδες μας. Αυτό μόνον. Το λέει όμορφα ο Ρόντγκερτ Μπρέγκμαν: «Με ενθαρρύνει η δυσαρέσκειά μας, γιατί η δυσαρέσκεια απέχει έναν ολόκληρο κόσμο από την αδιαφορία».

Αποτέλεσμα εικόνας για ussak

ΕΠΟΧΗ, 10.12.2017