Φίλες και φίλοι,

Μου φαίνεται πολύ όμορφη ετούτη η βραδιά. Παρουσιάζουμε το πρώτο βιβλίο της φίλης μας Μαρίας Τζαρδή, ενός από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, ένα κορίτσι γλυκό και δυναμικό, με κρυστάλλινο γέλιο και ψυχική γενναιοδωρία, Ένας πολύ ψαγμένος και πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος. Το βιβλίο της είναι μια συλλογή διηγημάτων με τον πειραστικό τίτλο «Εξορία είναι η επιστροφή».  Παρόλο που είναι το πρώτο της εκδομένο βιβλίο, δεν είναι καινούρια στη γραφή. Ασχολείται πολλά χρόνια και ειδικά με το διήγημα –μάλιστα μου έχει κάνει την τιμή να με κάνει κοινωνό κάποιων από αυτά και στο παρελθόν. Ήμουν από τους ανθρώπους που την είχαν προτρέψει να εκδώσει.

          Η Μαρία Τζαρδή έχει ένα ιδιαίτερο πεδίο δουλειάς, ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό που υπηρετεί με αφοσίωση: τον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας προσφάτως και της επιστημονικής φαντασίας. Σε ό,τι αφορά τον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας έχει χρόνια δράση σε ομάδες ανάγνωσης και δημιουργίας –είναι από τους πιο ενημερωμένους αναγνώστες και φανατική βιβλιοφάγος. Αυτά τα δυο πεδία καθορίζουν εν πολλοίς και τα εννέα διηγήματα της συλλογής.

 

Είναι δύσκολο πάντως να κατατάξεις τα κείμενα αυτής της συλλογής σε συγκεκριμένο είδος.  Ακροβατούν ανάμεσα στο σήμερα και ένα απροσδιόριστο μέλλον. Ο κόσμος τους είναι γεμάτος μηχανές, μηχανές που μιλούν, κινούνται σαν άνθρωποι, παίρνουν την θέση των ανθρώπων. Οι ταυτότητες διαλύονται, χάνονται σιγά-σιγά, οι  γραμμές ανάμεσα στα είδη και τις πραγματικότητες καταρρέουν, αλλά χωρίς θόρυβο. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν,  η φαντασία ελέγχεται. Η Μαρία δημιουργεί ένα εύτακτο κόσμο, γεμάτο μοναξιά, πλήξη και φόβο, από τον οποίο η έξοδος είναι δύσκολη, οι δρόμοι κλειστοί, τα ανθρώπινα πλάσματα εγκλωβισμένα σε πραγματικές ή νοητικές φυλακές, από τις οποίες δυσκολεύονται ή δεν αποφασίζουν να βγουν.  Η ελευθερία θέλει τόλμη, θέλει ρίσκο, πρέπει να αντέχει να είναι κανείς ελεύθερος ενώ συχνά οι ήρωες της Μαρίας μοιάζουν με τα κατοικίδια πουλιά: έχουν τόσο συνηθίσεις το κλουβί τους, που ακόμα κι αν τους προσφερθεί ο καθαρός αέρας, οι ανοιχτοί ορίζοντες που λαχταρούν, δεν θα τολμήσουν και θα επιστρέψουν πίσω, στα γνωστά, στα τετριμμένα και τα σίγουρα. Έτσι όταν η κατάδικος βρίσκει τρόπο να βγει από τη φυλακή, θα γυρίσει πίσω ηττημένη. Διαβάζω από το πρώτο διήγημα της συλλογής, «Το κρασί της συμπάθειας»:

      «Άνοιξε σιγά την κλειδαριά του κελιού της. Το ροχαλητό του ακουγόταν ασταμάτητο. Βγήκε. Περπάτησε μέχρι το γραφείο και είδε την εξώπορτα ανοιχτή. Στάθηκε και κοίταξε έξω. Όλα ήταν έρημα. Το πλάτωμα που φαινόταν δεν ήταν σχεδόν καθόλου φωτισμένο αλλά ακόμα κι έτσι ο όγκος των απέναντι κτιρίων της έμοιαζε τεράστιος. Ψυχή δεν υπήρχε. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπιασε με το χέρι της το κεφάλι της. Μια τούφα μαλλιά έμεινε μέσα στα δάχτυλά της. Τα μάτια της ήταν στεγνά και τα χείλη της σφιγμένα. Είχε καταφέρει και δεν είχε βουρκώσει. Έκανε μεταβολή και μπήκε πάλι προς τα μέσα κλείνοντας την εξώπορτα. Στο δωματιάκι του άφησε τα κλειδιά στο παντελόνι του και κοιτάζοντας τα δύο άδεια μπουκάλια αναρωτήθηκε αν υπήρχαν άλλα για την επόμενη μέρα. Μπήκε στο κελί της και τράβηξε την πόρτα. Κόντευε πια να ξημερώσει. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Μπορούσε πολύ καλά να ονομάσει την αρρώστια της. Ήταν η ήττα».

         Συχνά λοιπόν αναδεικνύει στα κείμενα της τα αποτελέσματα των μηχανισμών που κάνουν τους ανθρώπους υποτακτικούς στα συστήματα, όταν μάλιστα ξέρουν πού καλά ότι αυτό ακριβώς είναι: υποτακτικοί σε ένα σύστημα. Η κοπέλα εδώ μου έφερε στο νου εκείνο τον ήρωα της ταινίας «Τελευταία έξοδος Ρίτα Χέηγουωρθ». Όταν βγαίνει από την φυλακή, περνάει μια μέρα έξω στον κόσμο και… αυτοκτονεί, γιατί δεν ξέρει τι να κάνει τη ζωή του.

Μαρία Τζαρδή

         Είναι όμως αδύνατη η φυγή, είναι αδύνατη η ανατροπή; Όσο περιχαρακωμένος και μοναχικός αν  είναι ο κόσμος αυτών των διηγημάτων, η συγγραφέας επιτρέπει την ελπίδα και αφήνει την δυνατότητα της διαφυγής. «Ας πετάξει κάποιος μια πέτρα να το κάνει να σταματήσει» φωνάζει αποκαμωμένη και απελπισμένη η ηρωίδα του διηγήματος «Η αυλή με τα περιστέρια». Μιλά για μια αενάως επαναλαμβανόμενη διαφήμιση για ταξίδια που της τρυπά τα αυτιά, καλώντας την να ζήσει ένα παράδεισο που ξέρει καλά πως είναι το ακριβώς αντίθετο.  Και έχει τη λύση, αλλά δεν έχει ακόμα το κουράγιο να την πραγματώσει μόνη της. «Ο επόμενος παράνομος ας πετάξει μία πέτρα».

Χρησιμοποιώντας τεχνικές από το αστυνομικό και το φιλμ νουάρ, η συγγραφέας μπερδεύει γοητευτικά τα υποκείμενα και προκαλεί τον αναγνώστη να ξεδιαλύνει το κουβάρι των σχέσεων και να αποκαλύψει κάτω από τις δήθεν αδιάφορες κουβέντες και καταστάσεις δύσκολες αλήθειες. Εκπλήττει με ιδιότυπες ανατροπές, όταν ο αναγνώστης ή απορεί ή είναι σίγουρος ότι έχει καταλάβει, πλην όμως…  Όπως συμβαίνει σε δύο συμβαίνει σε δύο από τα μικρότερα σε έκταση διηγήματα της συλλογής, την «Αθανασία» και το «Thodd». Και στα δυο υπάρχει έντονη η παρουσία του θανάτου. Στο πρώτο η συγγραφέας με ειρωνική ματιά παίζει με τον προαιώνιο φόβο του ανθρώπου για το θάνατο και το απελπισμένο και κάποτε αστείο πόθο της αθανασίας. Αν ο θάνατος είναι μέρος της ανθρώπινης ταυτότητας, η αθανασία δεν μπορεί παρά να διαλύει αυτήν την ταυτότητα, να μετατρέπει τον άνθρωπο σε άλλο, ένα άλλο που μπορεί να είναι γλοιώδες και αηδιαστικό και στο οποίο να εγκλωβιστεί η ύπαρξη αιωνίως και χωρίς πιθανότητα σωτηρίας. Όταν βγήκε στις οθόνες ο «Αστακός» του Λάνθιμου, θυμήθηκα το διήγημα της Μαρίας, γιατί έχουν την ίδια βασική ιδέα, της απώλειας δηλαδή της ανθρώπινης ταυτότητας. Στο «ΘΩΔ», και στον τίτλο ήδη βρίσκουμε ενδιαφέρουσες υποδηλώσεις, αφού ακούμε μια λέξη που θυμίζει την γερμανική λέξη για τον θάνατο αλλά και , κατά μια προφορά του ονόματός του, τον θεό των Αιγυπτίων που χαρίζει στους ανθρώπους τη γραφή: εδώ ένα πλάσμα δολοφονεί τον δημιουργό του. Το δημιούργημα, ο ήρωας από λέξεις τον συγγραφέα του. Μια ιδιότυπη πατροκτονία.

Με αντίστοιχες ανατροπές, με τεχνικές αγωνίας που συναντάμε στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά και με τον τρόπο που η επιστημονική φαντασία του τύπου που γνωρίζουμε από τις φουτουριστικές δυστοπίες του 20ου αι. , Χάξλεϋ και Όργουελ, το διήγημα «Η κλώστρια Jenny». Εδώ επανέρχεται σε ένα  αγαπημένο της θέμα, τη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι καλωδιωμένοι με την virtual reality, υποταγμένοι στην ψηφιακή πραγματικότητα, εξαρτημένοι από αυτήν, αρνούνται τον πραγματικό κόσμο, αρνούνται να βγουν στην περιπέτεια των συναισθημάτων, γίνονται έρμαια στην χειραγώγηση και μπερδεύουν την πραγματικότητα με την φαντασία – ζητήματα που απασχολούν την συγγραφέα μας σε διάφορα διηγήματα της συλλογής, όπως στο «Ιντερνετ Καφέ» ή το «Προετοιμασία γα φόνο», με το τελευταίο να αφήνει πάνω μας τα επώδυνα ίχνη των διαφόρων ολοένα εξελισσόμενων Γκουαντάναμο που μας περιβάλλουν.

Άφησα για το τέλος το αγαπημένο μου της συλλογής «Ο ήχος του βιολιού», που εμπεριέχει μια έμμεση αναφορά σε ένα συγγραφέα που λατρεύω, τον Μπόρχες. Ένα Βιβλίο με το Β κεφαλαίο. Οι άνθρωποι δανείζονται με σειρά προτεραιότητας και για λίγες μέρες ένα Βιβλίο από το οποίο θα μάθουν ό,τι τους ενδιαφέρει, κυρίως την ιστορία τους, το παρελθόν τους, θα εξηγήσουν τη ζωή τους. Στο Βιβλίο βρίσκει κανείς ό,τι αναζητά αρκεί να μπορεί να βρει την σελίδα που τον αφορά. Ευθεία αναφορά στην αναζήτηση του Θεού, με την κυριολεκτική ή την συμβολική του σημασία, του Θεού  –φορέα της αλήθειας. Όμως αυτό το Βιβλίο που δυσκολεύει την ηρωίδα του διηγήματος θα πρέπει να κοντραριστεί με τον ήχο ενός βιολιού που την απασχολεί και την αποδιοργανώνει στην έρευνά της. Αν το Βιβλίο συναιρεί την ιστορία της ανθρωπότητας και απαντά στα  οδυνηρά ερωτήματα για την αρχή της ζωής, ερωτήματα εν πολλοίς αναπάντητα, που αξίζουν ακριβώς για να τεθούν και να βάλουν σε λειτουργία την σκέψη, ο ήχος του βιολιού μπορεί να είναι ο αντιπερισπασμός της ζωής και η μόνη απάντηση σε τέτοια ερωτήματα το παυσίλιπον  της τέχνης

Τελειώνοντας, θα επιστρέψω στην αρχή, στον τίτλος. Εξορία είναι η επιστροφή, αντιφατικός από μια πρώτη ανάγνωση.  Ωστόσο όχι. Το μέλλον που περιγράφει η Μαρία, το στειρωμένο, λευκό, γυάλινο, παγωμένο μέλλον, με τις προδιαγεγραμμένες σχέσεις, την διαγραφή της φαντασίας και τα ελεγχόμενα συναισθήματα είναι ο κόσμος μας και ο κόσμος που μας περιμένει. Δεν πάμε μπροστά, τρέχουμε προς τα πίσω. Η ζωή που θα θέλαμε εκδικείται γιατί δεν την επιλέγουμε και μας εξορίζει σε μια αέναη επιστροφή σε όσα νομίζαμε ότι αφήσαμε πίσω μας. Στην πραγματικότητα, αφήσαμε πίσω μας ό,τι μας κάνει ανθρώπους.

 

 

(Το κείμενο γράφτηκε για την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου

της Μαρίας Τζαρδή, στο Underflow, στις 20 Απριλίου  2016. Μια

παραλλαγή του διαβάστηκε σε εκδήλωση για το βιβλίο στα γραφεία

των εκδόσεων ΕΥΜΑΡΟΣ στις 3.4.2017 )