θίασος ULULO, θεατρική σκηνή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων

 

Ο Καλλιτέχνης και ο ναζισμός

 

         Είναι  προφανές πως το πολιτικό θέατρο έχει επιστρέψει.  Οι καλλιτέχνες όλο και πιο πολύ αφορμώνται από τις πολιτικές καταστάσεις γύρω μας και ζητούν μέσα από παλιότερα ή σύγχρονα  κείμενα να μιλήσουν για την εποχή μας και να εξηγήσουν την εποχή μας. Το φαινόμενο του ναζισμού ήταν φυσικό να απασχολήσει το θέατρο. Η ανοδική τάση της Χρυσής Αυγής, η παγίδευση στο λόγο της ανθρώπων από διάφορα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και από τα πιο μορφωμένα της ελληνικής κοινωνίας, ο λόγος του μίσους και οι βίαιες πράξεις που προκαλεί, όπως εκφέρεται τόσο από την Χ.Α. όσο και από κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, όταν μάλιστα μιλάμε για μια κοινωνία και μια χώρα που υπέστη τα πάνδεινα 70 χρόνια πριν από τον θηριώδη ναζισμό είναι φυσικό να προκαλεί τους καλλιτέχνες. Πώς γίνεται ένας καλλιτέχνης, ένα μεγάλος καλλιτέχνης, όπως ο Πάουντ, για παράδειγμα να έλκεται από τις φασιστικές ιδέες; Πολύ περισσότερο πώς γίνεται να τις υπηρετεί με το έργο του; Οι καλλιτέχνες που μέχρι τώρα έχουν δηλώσει άμεσα ή έμμεσα υποστήριξη στη Χ.Α. ανήκουν κυρίως στην «εύπεπτη τέχνη».  Όμως όσο η κρίση βαθαίνει, όσο η δημοκρατία αδυνατεί να υπερασπίσει τον εαυτό της, το πολιτικό σύστημα γίνεται κουρέλι και καταρρακώνονται κοινωνικές αξίες χτισμένες με αίμα, το πράγμα θα γίνεται δύσκολο, ενώ η εύκολη λύση θα παραμένει η καταφυγή σε ιδεολογήματα καθαρότητας, μεσιανισμού και βίας.

Αντονέν Αρτώ

Από την  «Ιωάννα της Λοραίνης»  του Ντρέγιερ, το 1928.

Στο ψυχιατρείο, 1943

          Η ζωή και το έργο του Αντονέν  Αρτώ θα μπορούσε να είναι απλά η παράθεση αυτών των δυο φωτογραφιών. Στην πρώτη, στο ρόλο του καλόγερου Μασέ στην συγκλονιστική  «Ιωάννα της Λοραίνης»  του Ντρέγιερ, το 1928. Στη δεύτερη, το 1943,  στην ψυχιατρική κλινική Ροντέ. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη όχι ο χρόνος αλλά το Έρεβος. Σκαμμένο, παραμορφωμένο το πρόσωπο από τα οπιούχα και τη σχιζοφρένεια (;). Οι δαίμονες της ψυχής αποτυπώνονται οδυνηρά στη μορφή. Στο ταξίδι της τυραγνισμένης του ψυχής έχει ένα σύντροφο, πολύ διαφορετικό αλλά στο βάθος πολύ ίδιο, τον Μετρ Φρενχόφερ από το «Άγνωστο Αριστούργημα» του Μπαλζάκ. Και οι δυο, ο καθένας με άλλο τρόπο και για άλλους λόγους, κυνηγούν το απόλυτο –τη λέξη που θα εγκυστώσει το σύμπαν- και οι δυο αναζητούν το νόημα στο στερητικό «α-» των εννοιών.  Όπως το διατύπωσε εύστοχα ο Τριστάν Τζαρά «Στο έργο του Αρτώ, απ’ την αρχή ως το τέλος του, υπάρχει ένα πεισματικό συνεχές, αυτό της σωματικής οδύνης που προβάλλεται στη διανοητική ζωή».

          Ο Αντονέν Αρτώ υπήρξε μια από τις εμβληματικότερες μορφές όχι μόνο του θεάτρου του 20ου αιώνα αλλά της σύγχρονης τέχνης εν γένει. Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1896, ασχολήθηκε με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη γραφή. Ενταγμένος στο σουρεαλιστικό κίνημα, οργισμένος με το «αφηγηματικό θέατρο της εποχής του», το οποίο αντιμετώπιζε ως αρρωστημένο μικραστικό κατασκεύασμα,   γοητεύτηκε από πολιτισμούς και κουλτούρες εξωευρωπαϊκές: από το Μεξικό και από τις θεατρικές τεχνικές την Άπω Ανατολής, το τελετουργικό θέατρο της  μακρινής Ασίας, που απέχει της ψυχολογίας και των χαρακτήρων και λειτουργεί συμβολικά μέσα από μια ιδιότυπη σωματικότητα,  και έλπισε πως από εκεί εκκινώντας θα βρει τον πυρήνα, τη ρίζα και την αποκάλυψη. Δημιούργησε το «Θέατρο της Σκληρότητας»: «Εδώ και 4 αιώνες, δηλαδή από την Αναγέννηση και έπειτα,  έχουμε εθιστεί σε ένα θέατρο περιγραφικό και αφηγηματικό , που αφηγείται την ψυχολογία […..] Η ψυχολογία, που αρκείται να αναγάγει το άγνωστο στο γνωστό, δηλαδή στο καθημερινό και συνηθισμένο, είναι η αιτία αυτής της πτώσης, αυτής της φοβερής απώλειας ενέργειας, που μου φαίνεται ότι φτάνει στο έσχατο όριό της. Και πιστεύω ότι το θέατρο αλλά και εμείς πρέπει να τελειώνουμε με την ψυχολογία».  (Το θέατρο και το είδωλό του, μτφρ. δική μου).

«Σας γράφω απόψε, Χίτλερ…»

         Τον Αρτώ έχει ως ήρωα ο δραματικός μονόλογος του Γερμανού συγγραφέα και σκηνοθέτη Τομ Πόικερτ (Λειψία, 1962). Έγκλειστος στην κλινική Ροντέ, ο Αρτώ  συντάσσει μια σύντομη επιστολή προς τον Χίτλερ, στην οποία θεωρεί ότι «το σουρρεαλιστικό ουρλιαχτό» του δικτάτορα είναι η απάντηση στο εμετικό μικροαστικό θέατρο των καιρών του.  Από το ήσσονος σημασίας αυτό επεισόδιο αφορμάται ο Πόικερτ για να συντάξει ένα μονόλογο στον οποίο ο Αρτώ θυμάται στο λευκό δωμάτιο της κλινικής  μια συνάντηση με τον Χίτλερ  όπου του εξέθεσε  μέσα από τον παραληρηματικό του λόγο την ανάγκη για μια νέα τέχνη αποκαθαρμένη από τα άθλια βαρίδια του παρελθόντος. Αυτό που κυρίως περιφρονεί είναι η ψεύτικη, όπως τη θεωρεί, αντισυμβατικότητα των ομοτέχνων του. Μιλά για «μουμιοποίηση του θεάτρου». Λέξεις όπως θάνατος, μακάβριος, μούμια, σάπιος, έρχονται ξανά και ξανά στο λόγο του. Βλέπει στο Χίτλερ τον απελευθερωτή της τέχνης. Το σώμα του και η κραυγή του δικτάτορα ορίζουν ένα νέο είδος τέχνης που θα πηγάζει από το σώμα και στο σώμα θα γυρνά ως έκρηξη και ανατροπή.

«Ρήξη / ριζοσπαστική ανατροπή/ όπερ σημαίνει γκρέμισμα εκ θεμελίων/ η Ευρώπη ολόκληρη ΑΥΛΑΙΑ ΤΕΛΟΣ/ στο αστικό τους θέατρο/ όχι σώμα/ Κύριέ μου,/ αλλά εκρήξεις σωματικές/όχι ιδέα/ αλλά εκρήξεις ιδεολογικές/ /όχι φύση/ αλλά εκρήξεις φυσικές /απ’ άκρου εις άκρον στην Ευρώπη/ συμβιβασμούς δεν θα δεχτώ/ κοινοτοπίες και ειωθότα ομοίως  δεν θα τ’ ανεχθώ/ και μισαλλοδοξίες δεν θ’ ανεχθώ»

         Το θέμα του Πόικερτ σαφώς δεν είναι να καταδείξει το βύθισμα μιας μεγαλοφυΐας στο σκοτεινό κόσμο της τρέλας ούτε βέβαια να παρουσιάσει τις βασικές αρχές του Αρτώ για το θέατρο. Το ερώτημα που βάζει ο Πόικερτ αφορά στο γιατί κάποιοι καλλιτέχνες έλκονται από τον ναζισμό. Όπως το λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης  «Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται είναι οι μηχανισμοί παγίδευσης των διανοουμένων στην τερατώδη γοητεία του φασισμού και των ολοκληρωτικών συστημάτων».

Και δεν το απαντά ή  δεν το απαντά με τη γενικότητα που του πρέπει, αλλά μένει σε μια προσπάθεια να αποσαφηνίσει τη συγκεκριμένη περίπτωση και μάλιστα ελλιπώς. Άλλωστε στο κείμενο δεν διασαφηνίζεται αν είναι πράγματι ο Αρτώ ή κάποιος τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής που ταυτίζεται μαζί του και με αυτό το μέρος της ιστορίας του.

Τα λευκό

         Ο Δημήτρης Καντιώτης έστησε μια παράσταση σε λευκό –το λευκό του ψυχιατρείου, το λευκό της ανυπαρξίας (σκηνικό  Ηλίας Λόης που συνέθεσε και την βιντεοπροβολή, ως μέρος του σκηνικού). Η παράσταση «διάβαζε» το κείμενο χωρίς να επιβάλει ερμηνείες  στο θεατή. Δεν έδωσε απαντήσεις εκεί όπου υπήρχαν μόνο ερωτήματα.  Παρ’ όλ’ αυτά χρειαζόταν  να κάνει μερικά τολμηρά βήματα παραπέρα. Να αντιπαραθέσει στην  αποτελεσματική επιλογή του λευκού τη μαύρη σκάλα που οδηγεί στο ασυνείδητο και επηρεάζει την πολιτική επιλογή, όχι ως πολιτική αλλά ως επιλογή.

         Τη σκηνοθετική θέση ακολούθησε πιστά η ερμηνεία του Νίκου Παντελίδη, που δεν έπεσε στην παγίδα να πέσει  στις ευκολίες των εξάρσεων και των ανεξέλεγκτων  κινήσεων και μορφασμών. Παρ’ όλ’ αυτά έχει ακόμα περιθώριο να ψάξει το ρόλο και να βαθύνει ουσιαστικά την ερμηνεία του, που έμενε κάπως στην επιφάνεια. Ο Αρτώ υποφέρει κι αυτό πρέπει να φανεί στην σκηνή. Το επιτυχές εύρημα ήταν η ζωντανή παρουσία της μουσικής –Μότσαρτ και Κλάους Νόμι.  Στο τσέλο ο Γιώργος Ταμιωλάκης και στο τραγούδι ο Andre Μaia με λευκά κοστούμια εποχής και αντίστοιχες (μολονότι «πειραγμένες» κομμώσεις). Tαλαντούχος ο νεαρός τσελίστας και μαγικός ο Μaia –που η υπογράφουσα την στήλη τον παρακολουθεί εδώ και τρία χρόνια με πολύ θαυμασμό, μια εξαιρετική φωνή τενόρου με πλούσια ερμηνευτικά προσόντα και πολύ καλός στα περίφημα fados της πατρίδας του της Πορτογαλίας.  Οι δυο τους αναλαμβάνουν να «ντύσουν» μουσικά την παράσταση με άριες που ακούγονται σχηματικά, σχεδόν αστεία, έχοντας στεγνώσει την όπερα από κάθε συναίσθημα, ομορφιά και μουσική σημασία. Μια μεγάλη τέχνη που μπορεί να χάσει την αξία της μένοντας στα στενά πλαίσια μια ταξικής κουλτούρας.

Εποχή, 10.3.2013